- αταξίδευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν ταξιδεύει ή που δεν έχει ταξιδέψει2. (για πλοία) καινούργιος, πρωτοτάξιδος3. (για θάλασσα) που δεν την έχουν διασχίσει ταξιδεύοντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταξίδευτος — η, ο αυτός που δεν ταξίδεψε: Σ όλη του τη ζωή έμεινε αταξίδευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για … Dictionary of Greek